- αγγελόσκιασμα
- το [αγγελοσκιάζω]1. ψυχορράγημα2. έντονος τρόμος3. επιληψία, σεληνιασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελόσκιασμα — το, ατος το αγγελόκρουσμα, η επιθανάτια αγωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)